- ανελκτήρας
- ο (-ήρ, -ήρος)1. όργανο που χρησιμεύει στήν ανύψωση αντικειμένων, ανυψωτήρας, βαρούλκο2. (Ανατ.) μυς που έλκει προς τα πάνω κάποιο όργανο του σώματος, π.χ. μυς ανελκτήρας του επάνω χείλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανέλκω «έλκω επάνω, ανυψώνω». Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στη φρ. του Ποθητού Ψαρά «ανελκτήρ μυς»].
Dictionary of Greek. 2013.